ενθάκη — ἐνθάκη, η (Α) ενέδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενθακώ, υποχωρητικώς] … Dictionary of Greek
ενθάκησις — ἐνθάκησις, η (Α) [ενθακώ] το να κάθεται κανείς κάπου, τοποθέτηση, κάθισμα σ ένα μέρος («ἐν ψύχει μὲν ἡλίου διπλῆ πάρεστιν ἐνθάκησις», Σοφ.) … Dictionary of Greek